- γνωριμότητα
- η (AM γνωριμότης, Μ και γνωριμότητα) [γνώριμος]η γνωριμίαμσν.αναγνώριση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γνωριμότητα — γνωριμότης acquaintance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)